ἰνίου

ἰνίου
ἰ̱νίου , ἰνίον
occipital bone
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραστροφή — ἡ, Α [παραστρέφω] 1. διαστροφή, «στράβωμα» («παραστροφὴ τοῡ ἰνίου», Γαλ.) 2. (για επίσημο ένδυμα ή μανδύα) η παρυφή, το κράσπεδο, η άκρη, η ούγια …   Dictionary of Greek

  • Αρκαλοχωρίου, δήμος — Δήμος (10.897 κάτ.) του νομού Ηρακλείου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Γαρίπας, Δεματίου, Ινίου, Καραβάδου, Κασάνου, Καστελλιανών, Λευκοχωρίου, Νιπιδιτού,… …   Dictionary of Greek

  • Δελφινίου — Δελφ̱ινίου , Δελφίνιον temple of Apollo Delphinios neut gen sg Δελφίνιος festival of Apollo D. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”